- σβελτοσύνη
- η расторопность; быстрота, ловкость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σβελτοσύνη — η, Ν [σβέλτος] σβελτάδα … Dictionary of Greek
σβελτοσύνη — η ευκινησία, γρηγοράδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)